- καπνῷ
- καπνόςwith smokecoloured grapesmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνῶι — καπνῷ , καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… … Hofmann J. Lexicon universale
εναποπνίγω — ἐναποπνίγω (AM) πνίγω κάποιον ή με κάτι, στραγγαλίζω (α. «ἐν ὕδασι... ἐναπέπνιξας τὸν πολέμιον δράκοντα», Μηναία β. «ἐναποπνιγῆναι τῷ καπνῷ», Λουκ.) … Dictionary of Greek
επιπρό — ἐπιπρὸ (Α) [προ] επίρρ. προς τα εμπρός («ἐπιπρὸ δὲ λιγνυόεντι καπνῷ τυφόμεναι πέτρης ἑκάς», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
καπνείω — (Α) μεταβάλλω σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καπνῶ / έω, με ει πιθ. λόγω μετρικής εκτάσεως] … Dictionary of Greek
κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
προαπελαύνω — Μ διώχνω εκ τών προτέρων («καπνῷ προαπελαύνειν τὰς μελίττας», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπελαύνω «εκτοπίζω, εξορίζω»] … Dictionary of Greek